- ξεμουρλαίνω
- (αόρ. ξεμούρλανα) μετ.1) сводить с ума; 2) перен. обольщать; сводить с ума (разг );
είναι ξεμουρλαμένος με μιά μικρούλα — он без ума от одной девушки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είναι ξεμουρλαμένος με μιά μικρούλα — он без ума от одной девушки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμουρλαίνω — 1. αποτρελαίνω 2. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω («τόν ξεμούρλανε μια μικρούλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + μουρλαίνω] … Dictionary of Greek